Σούβα

Σούβα
η г. Сува

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "Σούβα" в других словарях:

  • Φίτζι — Επίσημη Ονομασία: Δημοκρατία των νησιών Φίτζι Συντομευμένη Ονομασία: Φίτζι Εκταση: 18.270 τ.χλμ. Πληθυσμός: 856.346 (2002) Πρωτεύουσα: Σούβα Συγκρότημα νησιών της Ωκεανίας στο Ν ΕιρηνικόΣτα σύνορα μεταξύ Mελανησίας και Πολυνησίας, το αρχιπέλαγος… …   Dictionary of Greek

  • ασουβάντιστος — και βάτιστος και ασοβάντιστος, φάντιοτος, η, ο εκείνος που δεν είναι περασμένος, που δεν έχει σκεπαστεί με σουβά, με ασβεστοκονίαμα, που δεν έχει δηλαδή σοβατιστεί …   Dictionary of Greek

  • Κουκ, νησιά — (Cook Islands). Αρχιπέλαγος (236,7 τ. χλμ., 17.800 κάτ. το 2002) του κεντρικού Ειρηνικού ωκεανού στην Πολυνησία με πλήρη αυτονομία και ελεύθερη σύνδεση με τη Νέα Ζηλανδία. Πρωτεύουσα και κυριότερη πόλη είναι η Αβαρούα, στο νησί Ραροτόνγκα.… …   Dictionary of Greek

  • ασοβάντιστος — ασοβάντιστος, η, ο και ασουβάντιστος, η, ο αυτός που δε σουβαντίστηκε, δεν καλύφτηκε με σουβά (ασβεστοκονίαμα): Το σπίτι το ’χαν ακόμη ασουβάντιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιθιά — η πέτρινος τοίχος χωρίς σουβά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταβάνωμα — το και νταβάνωμα, το επένδυση της οροφής με ταβανοσάνιδα (βλ. λ.) ή με σουβά: Δύσκολη δουλειά το ταβάνωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταβανώνω — και νταβανώνω, ταβάνωσα, ταβανώθηκα, ταβανωμένος, καλύπτω την οροφή με ταβανοσάνιδα (βλ. λ.) ή με σουβά: Ταβάνωσα το δωμάτιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραχύνω — τράχυνα, τραχύνθηκα 1. κάνω κάτι τραχύ (όχι λείο) στην επιφάνεια, το κάνω ανώμαλο: Με χοντρό σουβά τράχυνες τον τοίχο. 2. σκληραίνω κάτι: Τραχύνθηκε το χέρι του οικοδόμου. 3. μτφ., ερεθίζω, παροξύνω, εκτραχύνω: Τραχύνθηκαν οι σχέσεις των δύο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρέσκο — το (λ. ιταλ.) 1. τρόπος ζωγραφικής σε νωπό σουβά με χρώματα διαλυμένα σε νερό, η νωπογραφία. 2. η ζωγραφιά που έγινε με αυτό τον τρόπο. 3. δροσερός καιρός, ευχάριστα ψυχρή ατμοσφαιρική κατάσταση: Έχει φρέσκο απόψε. 4. (ειρωνικά) η φυλακή: Τους… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»